αρχιδούκισσα

αρχιδούκισσα
η герцогиня; великая княгиня

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αρχιδούκισσα" в других словарях:

  • αρχιδούξ — και αρχιδούκας, ο (θηλ. αρχιδούκισσα) τίτλος του αυτοκρατορικού οίκου της Αυστρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. archduke < (μσν. γαλλ.) archeduc < arche < arch (πρβλ. αρχ ) + duc «δούκας». Ο ελληνικός όρος… …   Dictionary of Greek

  • φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • Καπέλο, Μπιάνκα — (Bianca Cappello ή Capello, 1548 – 1587). Μεγάλη δούκισσα της Τοσκάνης, που καταγόταν από τη βενετική οικογένεια Γκριμάνι Καπέλο. Ήταν πνευματώδης και γοητευτική, έζησε περιπετειώδη ζωή και κατέστρωσε πολλές ραδιουργίες. Σε πολύ νεαρή ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Λεοπόλδος — I (Leopold). Όνομα δύο αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής (Γερμανικής) αυτοκρατορίας, από τον οίκο των Αψβούργων. 1. Λ. A’ (Βιέννη 1640 – 1705). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1658 1705). Ήταν δευτερότοκος γιος… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος Αύγουστος — I Όνομα βασιλιάδων της Σαξονίας. 1. Φ.Α. A’ o Δίκαιος (1763 – 1827). Γιος και διάδοχος του εκλέκτορα Φρειδερίκου Χριστιανού, βασίλεψε αρχικά με την κηδεμονία του θείου του πρίγκιπα Ξαβιέρου. Το 1778 ανέλαβε μόνος του την εξουσία, την οποία άσκησε …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»